- σέος
- Α(δ. αν.) βλ. σέως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεός — σής moth masc gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρού(σ)σεος — ον, ΑΜ βλ. ρούσος … Dictionary of Greek
ρούσος — α, ο / ῥούσιος, ον, ΝΜΑ, και ρούσσος Ν, και ῥουσαῑος ΜΑ και ῥού(σ)σεος και ῥώσεος και ῥόσεος Α (κυρίως για το χρώμα τών μαλλιών) κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος (α. «ρούσα παπαδιά» β. «ποια ναι η άσπρη, ποια ναι η ρούσα») μσν. αρχ. «οἱ ρούσιοι» οι… … Dictionary of Greek
σέως — και δ. αν. σέος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ο σεισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αμφβλ. γρφ.] … Dictionary of Greek
κτήσεος — κτή̱σεος , κτῆσις acquisition fem gen sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσεος — μί̱σεος , μῖσος hate neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγχρύσεος — all golden masc/fem nom sg παγχρύ̱σεος , παγχρύσεος all golden masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσέος — χρῡσέος , χρύσεος golden masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρύσεος — χρύ̱σεος , χρύσεος golden masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)